ὄχανον

ὄχανον
ὄχαν-ον, τό, (ἔχω A)
A holder of a shield, i.e. a bar or band fastened crosswise on the under side of the shield, through which the bearer passed his arm, Anacr.91, Hdt.2.141, Aen.Tact.29.12; invented by the Carians acc. to Hdt.1.171.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • όχανον — ὄχανον, τὸ (Α) λαβή ασπίδας, συνήθως σκύτινη ή μεταλλική, δεμένη σταυρωτά στις δύο άκρες τού εσωτερικού μέρους της, στην οποία ο ασπιδοφόρος περνούσε τον ώμο του και την κινούσε εύκολα και κατά βούληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού… …   Dictionary of Greek

  • ὄχανον — holder of a shield neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνοιο — ὄχανον holder of a shield neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνοις — ὄχανον holder of a shield neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνου — ὄχανον holder of a shield neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνων — ὄχανον holder of a shield neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχάνῳ — ὄχανον holder of a shield neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχανα — ὄχανον holder of a shield neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • οχάνη — ὀχάνη, ἡ (Α) όχανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω (Ι)* + κατάλ. άνη (πρβλ. χοάνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”